- πάλαιμι
- πά̱λαιμι , πάλλωpoiseaor opt act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάλαιμι — (Α) (αιολ. τ.) βλ. παλαίω … Dictionary of Greek
παλαίω — παλαίω, αιολ. τ. πάλαιμι, βοιωτ. τ. παλήω (Α) παλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. παλαίω εμφανίζει πιθ. επίθημα * ye / yo (πρβλ. κερ αίω, λαγ αίω), οπότε οι τ. τού μέλλ. και αορ. παλαίσω, ἐπάλαισα πρέπει να θεωρηθούν… … Dictionary of Greek